- περητήριον
- περητήριον, τό, (περάω A)A borer, Hp. ap. Gal.19.129.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περητήριον — τὸ, Α τρυπάνι, αρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. διαβα τήριον)] … Dictionary of Greek
περητηρίῳ — περητήριον borer neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)